-
1 ἐγ-κατα-κλείω
ἐγ-κατα-κλείω (s. κλείω), darin einschließen; ἐγκατέκλεισέ ϑ' αὑτὸν τῷ νεῷ Alexis Ath. XIII, 606 a; Hippocr.; Theophr.
1 ἐγ-κατα-κλείω
ἐγ-κατα-κλείω (s. κλείω), darin einschließen; ἐγκατέκλεισέ ϑ' αὑτὸν τῷ νεῷ Alexis Ath. XIII, 606 a; Hippocr.; Theophr.